-
1 δερμα
- ατος τό2) шкура, мех, руно(λέοντος Hom.; βοός Hom., Hes.; κριοῦ Pind.; δέρματα λύκων Arst., θηρίων Plut.)
περὴ τῷ δέρματι δεδοικέναι Arph. ирон. — дрожать за свою шкуру3) кожаный мех(ἄλφιτα ἐν δέρμασιν Hom.)
4) кожистый покров, кожица, оболочка, пленка(τῶν ἐντόμων, τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
5) скорлупа(χελώνης Arph., Luc.; ὀστρακῶδες Arst.)
-
2 αιθων
1) пылающий, раскаленный(ἀέλιος, κεραυνός Pind.)
2) багровый(ῥόος καπνοῦ Pind.)
3) сверкающий, блестящий(σίδηρος Hom., Plut.)
4) огненно-рыжий(δέρμα λέοντος Hom.; ἀλώπηξ Pind.)
5) пламенный, пылкий, горячий(ἵππος Hom.; ἀνήρ, λῆμα Aesch.)
6) жгучий, мучительный(λιμός Aesch., Plut.)
-
3 ακροχανης
2зияющий сверху -
4 αποδερω
ион. ἀποδείρω1) сдирать кожу, обдирать(βοῦν, κεφαλήν Her.; βοσκήματα Plut.)
πρόβατα ἀποδαρέντα καὴ φυσηθέντα Xen. — надутые воздухом овечьи шкуры:ἀ. τινὰ τέν ἀνθρωπηΐην (sc. δοράν) Her. — сдирать с кого-л. кожу2) сдирать, снимать(δέρμα λέοντος ὀνύχεσσι Theocr.)
3) трепать, очищать(τέν ἄμοργιν Arph.)
-
5 δαφοινεος
δαφοινεός, δᾰφοινός21) обагренный(εἵμα αἵματι Hom., Hes.)
2) кровавый, окровавленный(πῆμα HH.; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.)
3) кровавокрасный или рыжий(δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.)
-
6 δαφοινος...
δαφοινός...δαφοινεός, δᾰφοινός21) обагренный(εἵμα αἵματι Hom., Hes.)
2) кровавый, окровавленный(πῆμα HH.; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.)
3) кровавокрасный или рыжий(δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.)
-
7 ποδεων
-
8 ποδηνεκης
-
9 συνεξερυω
-
10 αποφλοιοομαι
См. также в других словарях:
ακροχανής — ἀκροχανής ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που χάσκει, που έχει ορθάνοιχτο το άκρο, το κεφάλι «ἀκροχανές... δέρμα λέοντος» (Ανθ. Παλ. 6, 57). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χανὴς < ἔχανον, < χαίνω] … Dictionary of Greek
δαφοινός — και δαφοινεός, όν και δαφοινός, δαφοινή και δάφοινος, όν (Α) 1. (για άγρια ζώα) με βαθύ κόκκινο χρώμα («δαφοινὸν δέρμα λέοντος») 2. εχθρικός, καταστρεπτικός («κῆρες... δαφοινοί» μαύρες μοίρες). [ΕΤΥΜΟΛ. < δα* + φοινός* «κόκκινος»] … Dictionary of Greek
ποδεών — ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος… … Dictionary of Greek
ποδηνεκής — ές, Α αυτός που φτάνει ώς κάτω στα πόδια (α. «ἑέσσατο δέρμα λέοντος... ποδηνεκές», Ομ. Ιλ. β. «ἐσθὴς ποδηνεκής», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ηνεκής (< θ. ενεκ τού αορ. ἐνεγκεῖν* τού φέρω). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως … Dictionary of Greek
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
BEMBINA — vicus Nemeae, Steph. Unde Nemeaeus Leo, a Poetis Bembinites bellua dicebatur. Panyasis Η῾ρακλείας l. 1. Δέρμα σε θήρειον Βεμβινήταο λέοντος … Hofmann J. Lexicon universale
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek