Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(δέρμα λέοντος

См. также в других словарях:

  • ακροχανής — ἀκροχανής ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που χάσκει, που έχει ορθάνοιχτο το άκρο, το κεφάλι «ἀκροχανές... δέρμα λέοντος» (Ανθ. Παλ. 6, 57). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χανὴς < ἔχανον, < χαίνω] …   Dictionary of Greek

  • δαφοινός — και δαφοινεός, όν και δαφοινός, δαφοινή και δάφοινος, όν (Α) 1. (για άγρια ζώα) με βαθύ κόκκινο χρώμα («δαφοινὸν δέρμα λέοντος») 2. εχθρικός, καταστρεπτικός («κῆρες... δαφοινοί» μαύρες μοίρες). [ΕΤΥΜΟΛ. < δα* + φοινός* «κόκκινος»] …   Dictionary of Greek

  • ποδεών — ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος… …   Dictionary of Greek

  • ποδηνεκής — ές, Α αυτός που φτάνει ώς κάτω στα πόδια (α. «ἑέσσατο δέρμα λέοντος... ποδηνεκές», Ομ. Ιλ. β. «ἐσθὴς ποδηνεκής», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ηνεκής (< θ. ενεκ τού αορ. ἐνεγκεῖν* τού φέρω). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως …   Dictionary of Greek

  • ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • BEMBINA — vicus Nemeae, Steph. Unde Nemeaeus Leo, a Poetis Bembinites bellua dicebatur. Panyasis Η῾ρακλείας l. 1. Δέρμα σε θήρειον Βεμβινήταο λέοντος …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»